φωτισμός

φωτισμός
φωτισμός, οῦ, ὁ, (φωτίζω; illumination in the physical sense: Strato of Lamps. [300 B.C.] Fgm. 76 Wehrli ’50; Petosiris, Fgm. 12 ln. 178 τῆς σελήνης; Sext. Emp., Math. 10, 224 ἐξ ἡλίου; Plut., Mor. 929d; 931a; PMich 149, 3; 33 [II A.D.]; Ps 26:1; 43:4; 77:14; Job 3:9; Philo, Somn. 1, 53. Of daylight: ὁ φ. τοῦ περὶ ὑμᾶς ἀέρος Did., Gen. 23, 20) in our lit. only in imagery (TestLevi 14:4 τὸ φῶς τοῦ νόμου … εἰς φωτισμὸν παντὸς ἀνθρώπου; Just., A I, 61, 12 καλεῖται τοῦτο τὸ λουτρὸν φωτισμός [of baptism]) illumination for the inner life
enlightenment, light εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ so that they do not see the light of the gospel of the glory of Christ 2 Cor 4:4 (s. αὐγάζω 1).
bringing to light, revealing (φωτίζω 3b) πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως 2 Cor 4:6 (but for other interpretations s. the commentaries. S. also Herm. Wr. 10, 21 τὸ τῆς γνώσεως φῶς; 7, 2a).—DELG s.v. φάε C. M-M. TW. Sqicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτισμός — illumination masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμός — ο, ΝΜΑ [φωτίζω] παροχή φωτός νεοελλ. 1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά 2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός …   Dictionary of Greek

  • φωτισμός — ο 1. η πράξη, το μέσο και ο τρόπος του να φωτίζει κάποιος. 2. (φυσ.), η ποσότητα φωτός, που δέχεται στο δευτερόλεπτο η μονάδα της επιφάνειας. 3. το πνευματικό φώτισμα που γίνεται με τη βάφτιση, το βάφτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτισμοῖς — φωτισμός illumination masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμοί — φωτισμός illumination masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμοῦ — φωτισμός illumination masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμούς — φωτισμός illumination masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμῶν — φωτισμός illumination masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμῷ — φωτισμός illumination masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμόν — φωτισμός illumination masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”